- ἀμφιλογίᾳ
- ἀμφιλογίαι , ἀμφιλογίαdisputefem nom/voc plἀμφιλογίᾱͅ , ἀμφιλογίαdisputefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμφιλογία — ἀμφιλογίᾱ , ἀμφιλογία dispute fem nom/voc/acc dual ἀμφιλογίᾱ , ἀμφιλογία dispute fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιλογία — η (Α ἀμφιλογία) [ἀμφίλογος] αντιλογία, αμφισβήτηση, διαφωνία … Dictionary of Greek
αμφισημία ή αμφιλογία — Γλωσσικό φαινόμενο, συνηθέστατο τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κατά το οποίο μια έκφραση (λέξη, συνδυασμός λέξεων, φράση κλπ.) διατυπώνεται έτσι ώστε να έχει διφορούμενη σημασία και να μπορεί να εκληφθεί διττά (ενδεχομένως και… … Dictionary of Greek
ἀμφιλογίας — ἀμφιλογίᾱς , ἀμφιλογία dispute fem acc pl ἀμφιλογίᾱς , ἀμφιλογία dispute fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιλογίαι — ἀμφιλογία dispute fem nom/voc pl ἀμφιλογίᾱͅ , ἀμφιλογία dispute fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιλογίαν — ἀμφιλογίᾱν , ἀμφιλογία dispute fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιλογίαις — ἀμφιλογία dispute fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Никейские соборы — церковные соборы, бывшие в г. Никее, в Вифинии. Из них наиболее замечательны: 1) Н. первый вселенский собор (325), по поводу ереси Ария. Александрийский епископ Александр, в одной из бесед своих с клиром, сказал, что Св. Троица есть в троице… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
αμφίλογος — η, ο (Α ἀμφίλογος, ον) 1. αμφισβητούμενος, αμφίβολος 2. αυτός που προκαλεί αμφισβήτηση, αμφιβολία, ο εριστικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀμφίλογα τα υπό αμφισβήτηση, έριδες, φιλονικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιλέγω. ΠΑΡ. αμφιλογία αρχ. μσν. ἀμφιλογοῦμαι] … Dictionary of Greek